Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐξ ἐσχάτης

См. также в других словарях:

  • ἐσχατῆς — ἐσχατάω to be at the edge pres ind act 2nd sg (doric) ἐσχατάω to be at the edge pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάτης — ἔσχατος farthest fem gen sg (attic epic ionic) ἐσχατάω to be at the edge pres ind act 2nd sg ἐσχατάω to be at the edge imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) …   Wikipedia

  • αγνωστικισμός — Φιλοσοφικός όρος που γεννήθηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του θετικισμού και συγκεκριμένα μεταξύ των Άγγλων επιστημόνων και φιλοσόφων του δεύτερου μισού του 19ου αι. Ο όρος, που τον επινόησε ο Άγγλος φυσιοδίφης Χάξλεϊ το 1869 και τον χρησιμοποίησε… …   Dictionary of Greek

  • αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O …   Dictionary of Greek

  • βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… …   Dictionary of Greek

  • εσχατιά — η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [έσχατος] το έσχατο μέρος ή σημείο μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το τέρμα, το ακραίο σημείο («εις την εσχατιάν τού χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.) αρχ. 1. το ακραίο, το υψιστο σημείο («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς»,… …   Dictionary of Greek

  • μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • οντολογία — Κατά τον αριστοτελικό ορισμό είναι η επιστήμη του όντος καθεαυτό, δηλαδή της πραγματικότητας θεωρούμενης στην ολότητά της και όχι σε μερικές ιδιαίτερες περιοχές, όπως είναι το Εγώ ή ο κόσμος ή ο θεός. Αυτές, σύμφωνα με μια ταξινόμηση του Κρίστιαν …   Dictionary of Greek

  • πισσοκοπώ — και αττ. τ. πιττοκοπῶ, έω, Α [πισσοκόπος] 1. αλείφω κάτι με πίσσα, πισσώνω («πισσοκοπεῑν τὰς ὀροφάς», επιγρ.) 2. μέσ. πισσοκοποῡμαι, έομαι αφαιρώ τις τρίχες τής κεφαλής με έμπλαστρα από πίσσα, γεγονός θεωρούμενο ως ένδειξη έσχατης εκθήλυνσης 3.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχομαχώ — ψυχομαχῶ, έω, ΝΜΑ, και ψυχομαχάω Ν είμαι ετοιμοθάνατος, πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ (α. «ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει», δημ. τραγούδι β. «πάτερ, ὡς λέγουν, ἐκ παντὸς ψυχομαχεῑ ἀδελφός μου», Πρόδρ. γ. «τινὰς μὲν δικαίους ψυχομαχοῡντας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»