-
1 εσχατής
ἐσχατάωto be at the edge: pres ind act 2nd sg (doric)ἐσχατάωto be at the edge: pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) -
2 ἐσχατῆς
ἐσχατάωto be at the edge: pres ind act 2nd sg (doric)ἐσχατάωto be at the edge: pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) -
3 εσχάτης
ἔσχατοςfarthest: fem gen sg (attic epic ionic)ἐσχατάωto be at the edge: pres ind act 2nd sgἐσχατάωto be at the edge: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
4 ἐσχάτης
ἔσχατοςfarthest: fem gen sg (attic epic ionic)ἐσχατάωto be at the edge: pres ind act 2nd sgἐσχατάωto be at the edge: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
5 ἀνα-πνοή
ἀνα-πνοή, p. ἀμπ., ἡ, 1) das Aufathmen, Athemholen, στέρνων Pind. P. 3, 57; Plat. oft im Ggstz von ἐκπνοή, Tim. 79 e; ἀναπνοὴν λαβών 91 b; cf. Arist. περὶ ἀναπνοῆς; ἀμπνοὰς ἔχειν, leben, Soph. Ai. 412; ἕως τῆς ἐσχάτης ἀναπνοῆς, bis zum letzten Athemzuge, Pol. 3, 63; ὑπὸ τὴν ἀν., in einem Athem fort, 10, 47; τὴν ἀναπνοὴν ἀπολαβεῖν τινος, Einen ersticken, Plut. Rom. 27. – 2) das Zuathemkommen, Erholung, μόχϑων, von der Mühsal, Pind. Ol. 8, 7; καὶ ῥᾳστώνη Plat. Tim. 70 c; ἀναπνοὴν λαβεῖν Phaedr. 251 e; vgl. Pol. 1, 71; διδόναι Eur. Andr. 1138 u. sonst. – 3) Luft-, Zugloch, Plut. Acmil. 14.
-
6 αναπνοη
поэт. ἀμπνοή, дор. ἀμπνοά ἥ1) вдыхание, вдох(ἀ. καὴ ἐκπνοή Plat., Arst.)
2) дыханиеἀναπνοὰς ἔχειν Soph. — дышать, жить;
ὑπὸ τέν ἀναπνοήν Polyb. — единым духом;τέν ἀναπνοέν ἀπολαβεῖν τινος Plut. — удушить кого-л.;ἥ προσπεσοῦσα ταῖς ἀναπνοαῖς δύναμις Diod. — задержка дыхания3) испарение(τοῦ σώματος Plat.)
4) передышка, отдыхἀ. τινος Pind., Eur. — отдых от чего-л.;
5) отдушина, отверстие(ἀναπνοαὴ καὴ φρέατα Plut.)
-
7 вздох
вздохм ὁ ἀναστεναγμός:глубокий \вздох ὁ βαθύς ἀναστεναγμός· ◊ испустить последний \вздох ἐκπνέω, πεθαίνω· до последнего \вздоха μέχρι τελευταίας (εσχάτης) πνοής. -
8 преступление
преступлениес τό ἐγκλημα, τό κακούργημα:государственное \преступление τό ἔγκλη-μα ἐσχατης προδοσίας· \преступление по должности ἡ παρανομία, ἡ κατάχρηση [-ις], ἡ παράβαση [-ις]· уголовное \преступление τό ἐγκλημα, τό κακούργημα· предумышленное \преступление τό ἐγκλημα ἐκ προμελέτης· совершить \преступление διαπράττω (или κάνω) ἔγκλημα· поймать на месте \преступлениея а) συλλαμβάνω ἐπ' αὐτοφώρω, б) перен πιάνω στά πράσα. -
9 случай
случайм1. (событие, происшествие) τό συμβάν, τό περιστατικό[ν], τό γεγονός, ἡ περίπτωση:несчастный \случай τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα· забавный \случай τό διασκεδαστικό συμβάν, τό ἀστείο περιστατικό· редкий \случай τό σπάνιο γεγονός, ἡ σπάνια περίπτωση· частный \случай τό συχνό φαινόμενο·2. (возможность) ἡ εὐκαιρία, ἡ περίσταση [-ις]:пользоваться \случайем χρησιμοποιώ τήν εὐκαιρία, δράττομαι τής εὐκαιρίας· если представится удобный \случай ἄν παρουσιαστεί εὐκαιρία, εὐκαιρίας δοθείσης·3. (обстоятельства) ἡ περίπτωση:в некоторых \случайях σέ μερικές περιπτώσεις· во всех \случайях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, σέ ὁποιαδήποτε περίπτωση· в подобном \случайе σέ τέτοια περίπτωση, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· в противном \случайе στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει· во всяком \случайе πάντως, ἐν πάση περιπτώσει· в таком \случайе ἄμα εἶναι ἔτσι, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· ни в ко́ем \случайе σέ καμμιά περίπτωση, ἐπ' ούδενί λογω· в \случайе если.., на \случай если... σέ περίπτωση πού..., ἐν περιπτώσει· в \случайе крайней необходимости σέ περίπτωση ἐσχατης ἀνάγκης, ἐν περιπτώσει ἀπολύτου ἀνάγκης· в крайнем \случайе στό κάτω κάτω τής γραφής· в лучшем (худшем) \случайе στήν καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση· по \случайю чего́-л. μέ τήν (или ἐπί τή) εὐκαιρία· по \случайю годовщины μέ τήν εὐκαι-ρία τής ἐπετείου· купить по \случайю ἀγοράζω σέ τιμή εὐκαιρίας· по счастливому \случайю ἀπό εὐτυχή σύμπτωση· от \случайя к \случайю πότε-πότε, στή χάση καί στή φέξη, ἀπό καιροῦ είς καιρόν на всякий \случай γιά κάθε (или διά πᾶν) ἐνδεχόμενο. -
10 ανάγκη
η1) нужда, необходимость, настоятельная потребность;πράγματα ( — или είδη) πρώτης ανάγκης — предметы первой необходимости;
είναι (απόλυτη) ανάγκη να... — очень нужно, (крайне) необходимо (сделать что-л.);
έχω ανάγκη από κάτι — нуждаться в чём-л.;
έχω ανάγκη από ξεκούραση — мне необходим отдых;
έχω ανάγκη θεραπείας — нуждаться в лечении;
έχω την ανάγκη κάποιου — а) нуждаться в ком-л.; — б) зависеть от кого-л.;
δεν σ· έχω ανάγκη — или δεν έχω την ανάγκη σου — а) ты мне не нужен, я в тебе не нуждаюсь; — б) я от тебя не завишу;
δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη — нет никакой необходимости;
σε ώρα ανάγκη(ς) — в момент необходимости;
από ανάγκη — или εξ ανάγκης — или (κατ·) ανάγκη — по необходимости, в силу необходимости;
είναι εθνική ανάγκη... — национальные интересы требуют...;
σε περίπτωση (εσχάτης) ανάγκης — или εν (εσχάτη) ανάγκη — в крайнем случае, в случае (крайней) необходимости;
2) недостаток, нужда, бедность;έχω ανάγκη — нуждаться;
είναι άνθρωπος της ανάγκης — он беден, он нуждается;
3) естественная надобность; нужда (прост.);κάνω την ανάγκη μου — отправлять естественную надобность;
§ κατάσταση εκτάκτου ανάγκης — чрезвычайное положение;
την ανάγκη φιλοτιμία ν ποιούμαι — делать хорошую мину при плохой игре
-
11 έγκλημα
(-ατός) τό преступление;σώμα τού έγκλήματος — состав преступления;
έγκλημα εσχάτης προδοσίας — государственная измена;
διαπράττω ( — или κάνω) έγκλημα — совершать преступление
-
12 περίπτωση
[-ις (-εως)] η случай (тж. мед.);πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση — очень интересный случай;
σπάνια περίπτωση — редкий случай;
δεν προβλέπεται περίπτωση πολέμου — возможность возникновения войны маловероятна;
§ σε περίπτωση πού... — или εν περίπτώσει... — в случае если..., на случай если...;
εν η περίπτώσει... — если случится;
εν πάση περίπτώσει — а) при всех случаях, в любом случае; — б) на всякий случай;
σε οποιαδήποτε περίπτωση — в любом случае;
σε τέτοια περίπτ, εν τοιαύτη περίπτώσει — в таком случае, в подобном случае;
σε περίπτωση εσχάτης ανάγκης — или εν περίπτώσει απολύτου ανάγκης — в случае крайней необходимости;
στην καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση — в лучшем (худшем) случае;
εν εναντία περίπτώσει — в противном случае;
σε καμιά περίπτωση — или εν ουδεμία περίπτώσει — ни в коем случае, ни при каких обстоятельствах
-
13 πνοή
η1) дуновение; 2) выдыхание; дыхание (тж. перен.);η πνοή της ζωής — дыхание жизни;
μέχρις εσχάτης ( — или τελευταίας)πνοης — до последнего дыхания, всю жизнь;
3) вдохновение;έργο πλήρες πνοης — вдохновенный труд (о произведении);
έργο μακράς πνοης — большой и вдохновенный труд; — основательная, фундаментальная работа (о научном произведении)
-
14 υποστάθμη
η отстой, осадок;§ άνθρωπος (της) κατωτάτης ( — или εσχάτης) υποστάθμης — подонок
-
15 ἔσχατος
-η,-ον + A 21-22-37-42-32=154 Gn 33,2; 49,1; Ex 4,8; Lv 23,16; 27,18local sense: last Gn 33,2; farthest, uttermost, extreme Dt 34,2temporal sense: last 2 Chr 16,11; final (day) in the rendering of the stereotyped expression הימים באחריתHos 3,5εἰς τὴν ἐσχάτην at the last (time) Eccl 1,11; ἀπ᾽ ἐσχάτου βορρᾶ from the furthest north Ez 38,6*1 Kgs 9,26 ἐσχάτης farthest (sea)-ףוֹס(ים־) for MT ףוּס(ים־) (sea) of reeds; *Jer9,1 ἔσχατον most remote (lodging)-אחרון for MT ארחים (a lodging of) travellers; *Jon 2,6 ἐσχάτη lowest (depth)-ףוֹס for MT ףוּס (sea)weed; *Jb 8,13 τὰ ἔσχατα the ends-אחרית for MT ארחות pathsCf. LARCHER 1983, 250; LE BOULLUEC 1989, 97-98; →NIDNTT; TWNT -
16 преступление
-я ουδ.έγκλημα, κακούργημα•государственное преступление έγκλημα εσχάτης προδοσίας•
уголовное преступление έγκλημα, κακούργημα•
по должности παρανομία• κατάχρηση δικαιώματος υπαλλήλου.
|| παράβαση•преступление закона παράβαση νόμου (παρανομία).
-
17 φοιτάω
Aἐπεφοίτεε Nonn.D.1.321
); [dialect] Dor. inf. ; [tense] impf.[dialect] Dor. [ per.] 3sg.ἐφοίτη Theoc.2.155
; [dialect] Ep. [ per.] 3 dualφοιτήτην Il.12.266
; [dialect] Ion. : [dialect] Aeol. [tense] aor. subj. [ per.] 2sg.- άσῃς Sapph.68
:—go to and fro, backwards and forwards, and generally, with notion of repeated motion, stalk;ἀν' ὅμιλον ἐφοίτα θηρὶ ἐοικώς Il.3.449
, cf. 13.760;φοίτα δ' ἄλλοτε μὲν πρόσθ' Ἕκτορος, ἄλλοτ' ὄπισθε 5.595
; ;ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος Od.9.401
., cf.10.119;πάντῃ φοιτήσασα Il.20.6
;φοίτα μακρὰ βιβάς 15.686
, cf. Od.11.539; διὰ νηὸς φ. keep going from one part to another, 12.420; l.c.; of birds on the wing, Od.2.182, E.Hipp. 1059, Ion 154 (lyr.); of horses going to feed, Hdt.1.78; of hounds casting about for the scent, X.Cyn.4.4, 6.19; φοιτᾷς ὑπερπόντιος ἔν τ' ἀγρονόμοις αὐλαῖς, of love frequenting both sea and land, S.Ant. 785 (lyr.), cf. E.Hipp. 447; of young men strutting about to show their persons,λαμπροί τ' ἐν ἥβῃ καὶ πόλεως ἀγάλματα φοιτῶσ' Id.Fr. 282.11
.2 roam wildly about, Il.24.533;οἱ δὲ μεγάλα στενάχοντες φοίτων Od.14.355
;φοιτῶν μανιάσιν νόσοις S.Aj.59
, cf. OT 476 (lyr.), 1255: hence, roam about in frenzy or ecstacy, ἐς Διόνυσον, of a Bacchant, AP6.172.3 of sexual intercourse, go in to a man or woman,εἰς εὐνὴν φοιτῶντε Il.14.296
;πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 390c
;πρὸς τὴν γυναῖκα Lys.1.19
; παρ' αὐτήν ib.15;παρὰ τὸν ἑωυτῆς ἄνδρα Hdt.2.111
;παρὰ τοὺς δούλους Id.4.1
; .4 resort to a person as a friend, φ. παρά τινα visit him, Pl.Phd. 59d, Euthd. 295d, La. 181c, etc.; παρ' ἡμᾶςφ. ὡς παρὰ φίλους Id.R. 328d
;πρὸς τὴν συνουσίαν τινός Id.Lg. 624a
;σφιν ἑκατέρωσε Id.Grg. 523b
.b resort to a person or place for any purpose,ἐφοίτων παρὰ τὸν Δηϊόκεα.. δικασόμενοι Hdt.1.96
;παρά τινα φ. ἐς λόγους Id.7.103
; φ. ἔς τε πολέμους καὶ ἐς ἄγρας, ἔς τε ἀγορὴν καὶ ἐξ ἀγορῆς, Id.1.37;ἐς τὰ χρηστήρια Id.6.125
;εἰς τὸ ἱερὸν ἑκάστης ἡμέρας Pl.Lg. 794b
; φ. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, of embassies from the subject states, Th.1.95; φοιτᾶν ἐπὶ τὰς θύρας τινός frequent, wait at a great man's door, Hdt.3.119, X.Cyr.8.1.8, HG.1.6.10; later,φ. ἐπὶ θύρας Plu.Aem.10
, Luc.DMort.9.2, etc.;ἐπὶ θύραις Plu.Cat. Mi.21
(s. v. l.);ἐπὶ τὴν ἐμὴν οἰκίαν Lys.3.29
, cf. Aeschin.1.58;εἰς τὸ ἱερόν IG7.235.2
(Oropus, iv B. C.); alsoφ. εἰς συσσίτια Pl.R. 416e
;ἄκλητος φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον Cratin.45
(anap.), cf. Eup.162 (lyr.);εἰς καπήλου φ. Plu.2.643c
; ; of a company of actors,φ. τισι εἰς τὴν πόλιν Pl.Lg. 817a
.: abs., of a suitor,φοιτῶν ἐναργὴς ταῦρος, ἄλλοτ' αἰόλος δράκων.. ἄλλοτ' ἀνδρείῳ κύτει βούπρῳρος S.Tr.11
.c of a dream that visits one frequently, haunts one,ἐν ὀνείρασι φοιτῶσα E.Alc. 355
; .5 resort to a person as a teacher,παρά σε ταῦτα μαθησόμενος Id.Smp. 206b
; παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου (sc. οἶκον); Ar.Eq. 1235, cf. Pl.Prt. 326c, Alc.1.109d;τῶν διδασκάλων ὅποι ἐφοιτῶμεν Is.9.28
;εἰς τὰ διδασκαλεῖα φ. X.Cyr.1.2.6
;εἰς παλαίστραν Pl.Grg. 456d
;πρὸς τὰς τοῦ γραμματιστοῦ θύρας Id.Erx. 398e
: later, c. dat.,τοῖς μάγοις Philostr. VA1.26
;διδασκάλοις Jul.Or.7.219c
: abs., go to school, Ar.Nu. 916, 938 (anap.);ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων D.18.265
: οἱ φοιτῶντες the schoolboys, Pl.Lg. 804d, Isoc.15.183.6 of a physician, practise, Hp. Lex4.II of things, esp. of objects of commerce, to come in constantly or regularly, be imported, ἐξ ἐσχάτης (sc. Εὐρώπης) ; κέρεα τὰ ἐς Ἔλληνας φοιτέοντα which are imported into Greece, Id.7.126; σῖτος δέ σφι πολλὸς ἐφοίτα corn came in to them in plenty, ib.23, cf. Lys. 32.15, X.HG1.1.35; come in, of tribute or taxes, , cf. 3.90: generally,ἀκάμας χρόνος.. ἀενάῳ ῥεύματι φ. E.Fr.594.2
(anap.);ᾧ μία τις πήρα, μία διπλοΐς, εἷς ἅμ' ἐφοίτασκίπων
travelled,AP
7.65 (Antip.); of reports, was current,Plu.
Fab.21;τὸ Σερτωρίου κλέος ἐφοίτα πανταχόσε Id.Sert.23
;ἀρεταὶ πάντῃ φ. διὰ τῆς φήμης D.S.10.12
; of fits of pain,ἥδε [νόσος] ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ, ἀπέρχεται S.Ph. 808
, cf. Hes. Op. 103; of the καταμήνια, Arist.HA 582b4, GA 727b27; of recurrent καθάρσεις, Id.HA 583a26; τὰ οὖρα καθαρὰ ἐφοίτα came clear, Hp. Epid.7.115;ἄνω φοιτᾷ ἡ ὀδύνη Id.Mul.1.63
; of recurrent phenomena, such as rain, snow, hail, Arist.Mete. 347b12, Pr. 931a38.
См. также в других словарях:
ἐσχατῆς — ἐσχατάω to be at the edge pres ind act 2nd sg (doric) ἐσχατάω to be at the edge pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχάτης — ἔσχατος farthest fem gen sg (attic epic ionic) ἐσχατάω to be at the edge pres ind act 2nd sg ἐσχατάω to be at the edge imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) … Wikipedia
αγνωστικισμός — Φιλοσοφικός όρος που γεννήθηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του θετικισμού και συγκεκριμένα μεταξύ των Άγγλων επιστημόνων και φιλοσόφων του δεύτερου μισού του 19ου αι. Ο όρος, που τον επινόησε ο Άγγλος φυσιοδίφης Χάξλεϊ το 1869 και τον χρησιμοποίησε… … Dictionary of Greek
αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O … Dictionary of Greek
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
εσχατιά — η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [έσχατος] το έσχατο μέρος ή σημείο μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το τέρμα, το ακραίο σημείο («εις την εσχατιάν τού χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.) αρχ. 1. το ακραίο, το υψιστο σημείο («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς»,… … Dictionary of Greek
μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… … Dictionary of Greek
οντολογία — Κατά τον αριστοτελικό ορισμό είναι η επιστήμη του όντος καθεαυτό, δηλαδή της πραγματικότητας θεωρούμενης στην ολότητά της και όχι σε μερικές ιδιαίτερες περιοχές, όπως είναι το Εγώ ή ο κόσμος ή ο θεός. Αυτές, σύμφωνα με μια ταξινόμηση του Κρίστιαν … Dictionary of Greek
πισσοκοπώ — και αττ. τ. πιττοκοπῶ, έω, Α [πισσοκόπος] 1. αλείφω κάτι με πίσσα, πισσώνω («πισσοκοπεῑν τὰς ὀροφάς», επιγρ.) 2. μέσ. πισσοκοποῡμαι, έομαι αφαιρώ τις τρίχες τής κεφαλής με έμπλαστρα από πίσσα, γεγονός θεωρούμενο ως ένδειξη έσχατης εκθήλυνσης 3.… … Dictionary of Greek
ψυχομαχώ — ψυχομαχῶ, έω, ΝΜΑ, και ψυχομαχάω Ν είμαι ετοιμοθάνατος, πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ (α. «ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει», δημ. τραγούδι β. «πάτερ, ὡς λέγουν, ἐκ παντὸς ψυχομαχεῑ ἀδελφός μου», Πρόδρ. γ. «τινὰς μὲν δικαίους ψυχομαχοῡντας … Dictionary of Greek